ράσμπορα

ράσμπορα
η, Ν
ζωολ. γένος τροπικών ιχθύων τών γλυκών νερών με 45 είδη, κυρίως τής νοτιοανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rasbora, από ιθαγενή ονομ. τής Αν. Ινδίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”